μειρακίσκος

μειρακίσκος
μειρᾰκ-ίσκος, , Dim. of μεῖραξ,
A lad, stripling, Alex. 36.2, 178.7, Men.Georg.4, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 26, Jul.Or.7.223c;

ἦν δὴ παῖς μᾶλλον δὲ μ. Pl.Phdr.237b

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μειρακίσκος — μειρακίσκος, ὁ (Α) [μείραξ] παλικαράκι, νεαρός …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκος — lad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκε — μειρακίσκος lad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκοι — μειρακίσκος lad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκοις — μειρακίσκος lad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκον — μειρακίσκος lad masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκου — μειρακίσκος lad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκους — μειρακίσκος lad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκων — μειρακίσκος lad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκῳ — μειρακίσκος lad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκιον — μειρακίσκιον, τὸ (Α) [μειρακίσκος] υποκορ. τού μειρακίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”